- προσφιλεστάτῃ
- προσφιλήςdearfem dat superl sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσφιλεστάτη — προσφιλής dear fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρομάντσα — (Μουσ.). Σύνθεση για τραγούδι και πιάνο, σε παθητικούς τόνους, που είχε σημειώσει μεγάλη επιτυχία κυρίως στους κύκλους των σαλονιών του 19ου αι. Προέρχεται από τη γαλλική romance του 18ου αι., προσφιλέστατη στον Ρουσό (σύνθεσε και ο ίδιος ρ.) για … Dictionary of Greek